-
1 καλως
I.1) красиво, прекрасно, изящноκ. ἔχειν Xen. — быть красивым
2) честно, благородно(κ. καὴ εὖ Plat.)
κ. πεφυκέναι Soph. — быть благородным;κ. ἀκούειν Plut. (ср. лат. bene audire) — пользоваться хорошей славой3) славно, доблестно, с честью(ζῆν, τεθνηκέναι Soph.)
4) благоприятно, успешно, счастливо(ἀγωνίζεσθαι Lys.)
κ. πράσσειν Aesch. и κ. καὴ εὖ πράττειν Plat. — быть счастливым, благоденствовать;ἤδη κ. ἔχει σοι Arph. — повезло же тебе;κ. ἔχει πάντα Dem. — все в порядке5) удобно, выгодноἸταλίας παράπλου ( или ἐν παράπλῳ) κ. κεῖσθαι Thuc. — быть выгодно расположенным на морском пути в Италию
6) справедливо, по справедливости, как и следует (быть)(ἥ τύχη κ. ποιοῦσα πολλὰ πεποίηκε τὰ κοινά Dem.)
καλὸς ποιῶν ἀπόλλυτα Arph. — он погибает по заслугам7) совершенно, вполне, в высшей степени(κ. εὐδαίμων Aesch.; καλὸς κάλλιστα Pind.)
κ. εἶ δῆλος οὐκ εἰδὼς τί δρᾷς Soph. — совершенно очевидно, что ты (сам) не знаешь, что делаешь8) хорошо, отлично, превосходноτοῦτ΄ ἐγὼ κ. ἔξοιδα — это я отлично знаю;
(в — учтиво-ироническом отказе) благодарю покорно:εἴσιθ΄ ἅμ΄ ἐμοί. - Πάνυ κ. ( или κάλλιστ΄, ἐπαινῶ) Arph. — войдем со мной. - Нет уж, благодарюII.-ω, эп.-ион. κάλος (ᾰ) ὅ канат, бечева, веревка(οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου Her.)
κάλως (acc. pl.) ἐξιέναι Eur. — отпускать канаты, т.е. отчаливать;πάντα κάλων ἐξιέναι Eur., тж. ἐφιέναι, ἐκτείνειν Plat. или κινεῖν Luc. погов. — отпускать все канаты, ставить все паруса, т.е. пускать в ход все средства; -
2 εκτεινω
(= ἐκτανύω См. εκτανυω)(fut. ἐκτενῶ, aor. ἐξέτεινα; pass.: fut. ἐκταθήσομαι, aor. ἐξετάθην)
1) вытягивать, распрямлять(τὰ σκέλη Xen.; τὸν δάκτυλον Arst.)
ἐκταθεὴς καθεύδων Xen. и ἐκτεταμένος καθεύδων Plut. — вытянувшись во сне;προς κέντρα κῶλον ἐ. Aesch. — лезть на рожон;ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Soph. — я охвачен ужасом (досл. я распростерт в страхе)2) растягивать, удлинять(τὸν βίον πρὸς τὰ πεντήκοντα Arst.; τοὺς περιπάτους Xen.; воен. τὸ κέρας Plut.)
ἐ. πλεῦνα λόγον Her. и μείζονα λόγον Soph. — говорить пространно;πολὺς ἐκτέταται χρόνος Soph. — прошло много времени3) протягивать, простирать(τέν χεῖρα Arph., Plat., Polyb.)
ἐκεῖσε κακεῖσ΄ ἀσπίδ΄ ἐκτείνων χερί Eur. (об — обороняющемся) поворачивая рукой щит то туда, то сюда4) натягиватьπάντα κάλων ἐ. погов. Plat. — натягивать все канаты, т.е. пускать в ход все средства
5) воен. вытягивать в длину, выстраивать(στρατόν Eur.)
ἐ. τὸ στράτευμα ἐπὴ δέκα ἀσπίδων Xen. — построить войско по десяти бойцов в глубину6) напрягать(πᾶσαν προθυμίην ἐ. Her.)
ἅπασαν ἀγωνίαν ἐ. Dem. — бороться изо всех сил;ἐκτείνων ἵππον Xen. — пустив коня во весь опор7) убивать наповалἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ΄ ἔπος Eur. — одно лишь слово убьет тебя
8) вонзать(ξίφος εἰς ἧπαρ Eur.)
-
3 εξιημι
(fut. ἐξήσω, aor. ἐξῆκα)1) выпускать, высылать, отсылать, отпускать(τινὰ ἐς Ἀχαιούς Hom.)
; med. отсылать от себя, прогонятьἐ. τέν γυναῖκα Her. — разводиться с женой;
тж. med. (in tmesi) ἐ. ἔρον τινός Hom. — утолять жажду чего-л., насыщаться чем-л.2) напускать, бросать3) выпускать, выливать(τέν κεδρίην ἔκ τινος Her.)
4) выпускать, выделять(αἰθέρα βαρὺν φάρυγος Eur.; τὸν θορόν Arst.)
ἀφρὸν ἐξιείς Eur. — покрытый пеной5) испускать, излучать(ἀκτῖνας Eur.)
6) распускать(ἱστίον ἀνεμόεν Pind.)
πάντα κάλων ἐ. погов. Eur., Arph. — распускать все снасти, т.е. пускать в ход все средства7) изливаться, впадать(ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον Her.; ἐς θάλασσαν Thuc.)
-
4 κινεω
1) двигать, шевелить(μέλεα Hom.; καὴ χεῖράς τε καὴ τέν κεφαλήν Plat.; τῷ δακτύλῳ NT.)
κ. ὄμμα Soph. и ὄμματα Arst. — открывать глаза;κ. πόδα Eur. — отправляться, уходить;κ. δόρυ Eur. — брать в руки копье, т.е. начать воевать;κ. ὅπλα Thuc. — браться за оружие;χορδὰς κ. Arst. — ударять по струнам;μέ κ. τὰ ἀκίνητα Plat. погов. — не двигать недвижимого, т.е. не касаться неприкосновенного;κινήθη ἀγορή Hom. — собрание двинулось;Δῆλος ἐκινήθη Her. — Делос содрогнулся;προεῖπεν ὡς μηδεὴς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. — (Лисандр) приказал, чтобы никто не уходил из строя;αὐτοῦ κινηθέντος Hom. — когда он шел;κινεῖσθαι πρὸς ἄστυ Θήβης Soph. — двигаться на город Фивы;ἐν ὀρχήσει κινεῖσθαι Plat. — носиться в пляске, плясать;ἐκινήθη ἥ πόλις ὅλη NT. — весь город пришел в движение;περὴ πᾶσαν τέν μαγγανείαν κεκινημένοι Plat. — возящиеся со всяческим колдовством;филос. τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον Arst. — движущее, но неподвижное первоначало2) прикасаться, трогать, сдвигать с места(ἀνδριάντα Her.; λυχνίαν ἐκ τόπου τινός NT.)
; передвигать, перемещать(γῆς ὅρια Plat.)
; переносить, снимать(τὸ στρατόπεδον Xen.)
κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι Thuc. — употребить деньги на иные цели3) трогать, подталкиватьεἶπον κινήσας αὐτόν Plat. — дотронувшись до него, я спросил
4) волновать, раздражать(σφῆκας Hom.)
5) тревожить, бередить(ὀδύνην Soph.)
6) будить, пробуждать(τινα ἐξ ὕπνου Eur.)
7) обращать в бегство, гнать, преследовать(φῶτα φυγάδα Soph.)
8) преследовать, угнетать, мучить(φόβος κινεῖ Aesch.)
9) возбуждать, побуждать(ἐπιρρόθοις κακοῖσίν τινα Soph.; τὸ ὀρεκτόν Arst.)
στάσιν κ. Arst. — поднимать восстание;κ. χόλον Eur. — вызывать гнев;κ. κακά Soph. — причинять бедствия10) делать явным, обнаруживать, разглашать(ἃ ἐξάγιστα λόγῳ Soph.)
11) опрокидывать, ломать, изменять, нарушать(νόμαια πάτρια Her.; τοὺς πατρίους νόμους Arst.; τὰ καθεστῶτα Isocr.)
φάρμακα τέν κοιλίαν κινοῦντα Arst. — слабительные средства12) трогаться с места, сниматься(κινῆσας ἐκεῖθεν, ὑπερέβαλλε τὰ Λιγγονικά, sc. ὅ Καῖσαρ Plut.)
13) = βινέω См. βινεω Arph.14) вспахивать, обрабатывать(γῆ κεκινημένη Xen.)
15) двигать вперед, преобразовывать, перерабатывать(τραγῳδίαν Plut.; τέν ῥητορικήν Sext.)
См. также в других словарях:
κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… … Dictionary of Greek
CLYMENUS Pluto dicitur — quam ob causam Erymologi Auctor docet. Clymenus, inquit, proprium nomen Herois παρὰ τὸ κλύω, τὸ δοξάζω. Subdit, Ε῎ςτι καὶ ἐπίθετον ᾅδου, τουτέςτιν ὁ πάντα καλῶν εἰς ἑαυτὸν, ἢ ὁ ὑπὲρ πάντων ἀκουόμενος. Antholog. l. 3. Εἰς Ο᾿ρφέα. Ο῝ς καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
εξίημι — ἐξίημι (Α) [ίημι] Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τόν αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ. β. «ἐξίει δ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia